- τουίλ
- το, Νάκλ. (υφαντ.) βασική υφαντουργική τεχνική με την οποία παράγεται ύφασμα με διαγώνιες ραβδώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. twill < αρχ. αγγλ. twilic «αυτός που έχει διπλό νήμα» < λατ. bilix «αυτός που έχει δύο νήματα»].
Dictionary of Greek. 2013.