τουίλ

τουίλ
το, Ν
άκλ. (υφαντ.) βασική υφαντουργική τεχνική με την οποία παράγεται ύφασμα με διαγώνιες ραβδώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. twill < αρχ. αγγλ. twilic «αυτός που έχει διπλό νήμα» < λατ. bilix «αυτός που έχει δύο νήματα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τουίντ — το, Ν άκλ. (υφαντ.) ύφασμα το οποίο έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την τραχιά επιφάνεια και ως βασικό χρησιμοποιούμενο υλικό το μαλλί, αλλά υφαίνεται και με συνδυασμό μαλλιού και βαμβακιού, μαλλιού και ρεγιόν, μαλλιού και συνθετικών ινών. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”